Η αποκάλυψη της Καθημερινής την περασμένη Κυριακή ότι ο Δημήτρης Λιότσιος, πραγματογνώμονας του ανακριτή που διενεργεί την εισαγγελική έρευνα για τη φονική πυρκαγιά στην Ανατολική Αττική, είχε δεχτεί πιέσεις για να «πέσουν στα μαλακά» συνάδελφοί του στο Σώμα, θέτει ξανά επιτακτικά το ερώτημα για τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί για το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018.

Στις 18 Ιουνίου 2020, ο έκτος τακτικός ανακριτής στο Πρωτοδικείο της Αθήνας, Θανάσης Μαρνέρης, έστειλε στον εισαγγελέα πρωτοδικών Αθηνών ένα σημείωμα, με αντίγραφο μέρους της υπ’ αριθμόν ΑΒΜ Δ2018/1287 δικογραφίας. Η δικογραφία αυτή, που θα ολοκληρωθεί με τις απολογίες των κατηγορουμένων, είναι η αποτύπωση της δικαστικής έρευνας για την πυρκαγιά που είχε ως αποτέλεσμα την εκατόμβη στην Ανατολική Αττική.

Σύμφωνα με πληροφορίες του inside story, το σημείωμα αυτό –το οποίο περιείχε κατά τη γνώμη του κ. Μαρνέρη νεότερα στοιχεία που θα θεμελίωναν την απαγγελία κατηγορίας για «θανατηφόρα έκθεση κατά συρροή» σε μέλη της ηγεσίας του Πυροσβεστικού Σώματος (εφεξής ΠΣ), στον υπεύθυνο Πολιτικής Προστασίας εκείνη την εποχή, στον διοικητή της Α’ ΕΜΑΚ, στον εναέριο συντονιστή και στην υπεύθυνη Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας Αττικής– αφορά 22 καταθέσεις δύο πυροσβεστών, ενός αντιπυράρχου και του πραγματογνώμονα επιπυραγού Δημήτρη Λιότσιου.

Επίσκεψη του τότε πρωθυπουργου Αλέξη Τσίπρα στο Μάτι Αττικής μία εβδομάδα μετά τη φωτιά, στο Συντονιστικό Κέντρο της Πυροσβεστικής και του Στρατού στο Λεωφορείο Όλυμπος. [© Twitter Α. Τσίπρα/Eurokinissi]

Ο κ. Λιότσιος έχει κάνει αρκετές αυτοψίες σε κτίρια και υπηρεσίες του Πυροσβεστικού Σώματος: Μία στην Πυροσβεστική Υπηρεσία Κορίνθου, για τη φωτιά στην Κινέτα (που ξέσπασε την ίδια μέρα, πριν από εκείνη της Ανατολικής Αττικής, και ο ίδιος υπέθεσε πως είχε απορροφήσει και δεσμεύσει περισσότερα μέσα από εκείνα που ήταν αναγκαία για την καταπολέμηση και εν τέλει την κατάσβεσή της) και μια δεύτερη για την ίδια πυρκαγιά στην έδρα της διεύθυνσης επικοινωνιών και ηλεκτρονικής διακυβέρνησης του ΠΣ στο Μοσχάτο (και οι δύο έγιναν τον Μάρτιο του 2020). Στις 29 Ιανουαρίου του 2020 ο Λιότσος είχε κάνει έρευνα και στην υπηρεσία Εναέριων Μέσων του ΠΣ στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών. Τέλος, επτά μέρες πριν από την υποβολή του σημειώματος Μαρνέρη, έκανε αυτοψία στο Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο της Πυροσβεστικής στο Χαλάνδρι. Όλες αυτές οι αυτοψίες έγιναν στα πλαίσια της εντολής για τη φωτιά στην Ανατολική Αττική.

Τα στοιχεία που επικαλείται ο ανακριτής Θανάσης Μαρνέρης

  • Η φωτιά, όπως είναι γνωστό, ξεκίνησε από την πλατεία του Νταού Πεντέλης, όταν ο Κ.Α. έκαιγε το πρωί και το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου κλαδιά χωρίς να τα σβήσει εντελώς. Ο κ. Λιότσιος σε ένα από τα πρώτα σημειώματά του επισήμανε ότι την ώρα της φωτιάς, την έναρξη της οποίας προσδιορίζει στις 16:20, έπνεαν θυελλώδεις άνεμοι, που στην αργκό των ειδικών ονομάζονται «καταβάτες». Αυτοί στη διεθνή βιβλιογραφία θεωρούνται ως ο κρισιμότερος παράγοντας για την εξάπλωση της δασικής πυρκαγιάς, αφού κύρια χαρακτηριστικά τους είναι η απότομη εκτίναξη της θερμοκρασίας κοντά στο σημείο που κινούνται, ενώ αναπτύσσουν ιλιγγιώδεις ταχύτητες στην επιφάνεια. Στις 17:13 η φωτιά είχε διασπαστεί σε δύο μέτωπα: το ένα στράφηκε προς την Καλλιτεχνούπολη και το έλεγξαν, το δεύτερο όμως προχώρησε γρήγορα και στις 18:02 έφτασε στον οικισμό του Νέου Βουτζά. Συνολικά δηλαδή η φωτιά χρειάσθηκε 102 λεπτά για να φτάσει από την αρχική εστία της στον Νέο Βουτζά, σύμφωνα με τον επιπυραγό Λιότσιο. Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, η φωτιά πέρασε τη λεωφόρο Μαραθώνος στις 18:12 και «προέλασε» στο Μάτι και το Κόκκινο Λιμανάκι στις 18:45. Η φωτιά τελικά έπαψε να καίει, όπως το προσδιορίζει ο πυροσβέστης, «λόγω μη ύπαρξης καύσιμης ύλης».
  • Στην αντιμετώπιση της πυρκαγιάς υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση, καθότι δεν υπήρχε εκείνη τη μέρα από τις 11 έως τις 7 το βράδυ εναέρια επιτήρηση.
  • Δύο ελικόπτερα προσγειώθηκαν σε αεροδρόμιο που ήταν κλειστό λόγω ανέμων (Ελευσίνα-Πάχη Μεγάρων), με αποτέλεσμα να μείνουν καθηλωμένα και να μην μπορούν να απογειωθούν ξανά (ο ελεγκτής της εναέριας κυκλοφορίας φαίνεται οτι είχε ενημερώσει, σύμφωνα με στοιχεία που συνελέγησαν στην ανάκριση, πως για όσα αεροσκάφη προσγειώνονταν μετά τις 14:27, θα έπρεπε οι χειριστές τους να επιλέξουν το αεροδρόμιο της Τανάγρας, καθώς η Ελευσίνα έβγαινε «εκτός» λόγω του δυνατού αέρα που επικρατούσε).
  • Έτσι, ρίψη από εναέριο μέσο έγινε από ένα μόνο ελικόπτερο στο κρίσιμο διάσημα, ενώ θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν δύο ακόμα ελικόπτερα του Πυροσβεστικού Σώματος με κάδο πυρόσβεσης (είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά στις στοχευμένες ρίψεις) και ένα Canadair χωρητικότητας 6 τόνων νερού, το οποίο επιχειρούσε από τις 17:05 έως τις 18:15 στην Κινέτα, χωρίς –όπως σημειώνεται– να χρειάζεται. Ένα δεύτερο Canadair που επιχειρούσε στην περιοχή Κινέτα Kαλαμάκι έως τις 18:51 (την ώρα που σβήνει η φωτιά στο Μάτι) θα μπορούσε επίσης να έχει χρησιμοποιηθεί για ρίψεις στην Ανατολική Αττική. Τέτοια εντολή θα μπορούσε κατά πληροφορίες να έχει δοθεί σε ένα ελικόπτερο, του οποίου το πλήρωμα διατάχθηκε να εξακριβώσει αν συνεχίζεται η φωτιά πλησίον των εγκαταστάσεων της Μοtor Oil, για να απαντήσει το τελευταίο στο Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων (ΕΣΚΕ) στις 17:46 (λίγο μετά τη μετατροπή της πυρκαγιάς του Νταού σε πυρκαγιά με δύο κατευθύνσεις, προς την Καλλιτεχνούπολη και τον Νέο Βουτζά) ότι η φωτιά στην Κινέτα ήρπε καίγοντας χαμηλή βλάστηση κοντά στις εγκαταστάσεις της εταιρείας που έχει το διυλιστήριο στους Αγίους Θεοδώρους. Ενώ δεύτερο ελικόπτερο, το οποίο πήρε εντολή στις 16:50 να απογειωθεί για το Νταού Πεντέλης (η φωτιά εκείνη την ώρα ξέφευγε από την αρχική εστία με κατεύθυνση τον Νέο Βουτζά), εξετράπη στην Κινέτα για να βρίσκεται κοντά στις εγκαταστάσεις της Μοtor Oil.
  • Εκτός από τα εναέρια μέσα, οι υπεύθυνοι της επιχείρησης της Πυροσβεστικής μετακίνησαν και οχήματα από το Νταού Πεντέλης, παρά το γεγονός ότι ο Ιωάννης Κώστας, που ήταν διοικητής του 12ου Πυροσβεστικού Σταθμού και υπεύθυνος της περιοχής, είχε ενημερώσει διαδοχικά στις 16:41 και 16:54 ότι η φωτιά ξέφευγε από τον έλεγχο, κάτι εξάλλου που επιβεβαίωσε και το ελικόπτερο S-64 που μετέδωσε στις 17:10 ότι η φωτιά στο Νταού Πεντέλης βρισκόταν είτε γύρω από σπίτια είτε στις αυλές τους. Δύο εναέριοι συντονιστές ενημέρωσαν στις 17:20 τον τότε υπαρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος, υπεύθυνο για τη λειτουργία του ΕΣΚΕ Βασίλη Ματθαιόπουλο, ότι η φωτιά πλησίαζε και σε άλλη κατοικημένη περιοχή, δηλαδή τον Νέο Βουτζά. Ο κ. Ματθαιόπουλος ακούγεται στο αποκαλυπτικό ρεπορτάζ της Καθημερινής για την προσπάθεια συγκάλυψης των ευθυνών της ηγεσίας της Πυροσβεστικής στην τραγική πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου 2018, να απειλεί τον πραγματογνώμονα Λιότσιο να περιοριστεί σε κοινοτυπίες κατά την έρευνά του για λογαριασμό της εισαγγελίας.
Ο Βασίλης Ματθαιόπουλος, που προβιβάστηκε σε αρχηγό της Πυροσβεστικής στις 05/08/2018, εδώ στην τελετή παράδοσης-παραλαβής του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη από τον Π. Σκουρλέτη στην Όλγα Γεροβασίλη, 30 Αυγούστου 2018. [© Γιώργος Κονταρίνης/Eurokinissi]

Σύμφωνα με όσα φέρεται να έχει συμπεριλάβει στο σημείωμά του, ο ανακριτής ζητάει να εξεταστούν οι ευθύνες και των τοπικών πυροσβεστικών υπηρεσιών Ανατολικής Αττικής καθώς και της υπεύθυνης για την Πολιτική Προστασία στην περιφέρεια Αττικής, καθώς δεν έδωσαν έγκαιρα εντολή εκκένωσης, αφού γνώριζαν (σ.σ.: το γνώριζαν;) ότι είχαν χάσει τον έλεγχο της φωτιάς. Ο ανακριτής προσδιορίζει τον χρόνο που θα μπορούσε να γίνει η εκκένωση από τις 17:30 έως τις 17:40. Παρόμοια θέση παίρνει και για τη δυνατότητα διάσωσης με τις βάρκες της Α’ ΕΜΑΚ, που έπρεπε όμως να φύγουν από την Ελευσίνα αλλά ουδέποτε πήραν τέτοια εντολή (πάντως αν γινόταν κάτι τέτοιο, λόγω της απόστασης και της καθυστέρησης της ηγεσίας του ΠΣ να αντιληφθεί πού βρίσκεται η φωτιά, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα προλάβαιναν να διασώσουν πολύ κόσμο).

Το αδίκημα της έκθεσης

Ο ανακριτής Θανάσης Μαρνέρης προτείνει μετά από αυτά να μην διωχθούν οι αξιωματικοί του ΠΣ για ανθρωποκτονία από αμέλεια, αλλά για θανατηφόρο έκθεση κατά συρροή και για έκθεση που προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη κατά συρροή.

Το αδίκημα της έκθεσης, το οποίο προϋποθέτει εγκατάλειψη, περιλαμβάνει δύο μορφές. Στην πρώτη, τη στενή έννοια της έκθεσης, απαιτείται μεταφορά του παθόντος (αλλαγή θέσης) και εγκατάλειψή του σε κατάσταση στην οποία χρειάζεται βοήθεια. Στη δεύτερη δεν προϋποτίθεται η αλλαγή θέσης, αλλά πρόκειται για έγκλημα που τελείται διά της παραλείψεως. Δράστης μπορεί να είναι πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διατροφή και την προστασία του θύματος, είτε άλλο πρόσωπο που ως εκ της συμμετοχής του σε δημόσια λειτουργία οφείλει να προστατεύσει το θύμα. Η έκθεση τιμωρείται και στις δύο εκδοχές της μόνον εφόσον τελέσθηκε με δόλο. Και στις δύο εκδοχές, ο δράστης πρέπει να γνωρίζει ότι το θύμα βρίσκεται σε κατάσταση αβοήθητη. Ο δόλος αυτός δεν σχετίζεται με την προσβολή της ζωής ή της υγείας του θύματος, αλλά με τη διακινδύνευση.

Μνημόσυνο για τα 102 θύματα της τραγωδίας στο Μάτι, παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου, την Κυριακή 19 Ιουλίου 2020. [© Θανάσης Δημόπουλος/Eurokinissi]

Ο κ. Μαρνέρης, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, κατηγορεί τέσσερις αξιωματικούς του ΠΣ και τον τότε επικεφαλής της Πολιτικής Προστασίας Γιάννη Καπάκη, ότι είχαν γνώση λόγω συνθηκών αλλά και των μέσων που διέθεταν και έτσι ενήργησαν «τουλάχιστον με ενδεχόμενο δόλο», αποδεχόμενοι το αποτέλεσμα της διακινδύνευσης της ζωής και της υγείας των ανθρώπων που είτε κάηκαν (102 άνθρωποι) είτε κινδύνευσαν να καούν και τραυματίσθηκαν (31 άτομα). Ο ανακριτής λέει ότι στην περίπτωση της Ανατολικής Αττικής συντρέχουν και τα δύο είδη έκθεσης, καθώς τα θύματα μετακινήθηκαν από ασφαλή θέση (τα σπίτια τους) σε μη ασφαλή θέση (δρόμοι και το οικόπεδο όπου κάηκαν δεκάδες άνθρωποι).

Ο αντιεισαγγελέας πρωτοδικών Κωνσταντίνος Σπυρόπουλος γύρισε πίσω το σημείωμα του κ. Μαρνέρη, καθώς θεώρησε ότι τα στοιχεία που διαβιβάστηκαν δεν ήταν επαρκή για την αλλαγή του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης των κατηγορουμένων, καθώς δεν επιβεβαιώνουν ότι οι φερόμενοι ως δράστες των πράξεων ενήργησαν με δόλο. Κι αυτό γιατί η αποδοχή από τον δράστη του επελεύσιμου αποτελέσματος θα πρέπει να αποδεικνύεται, δεν αρκεί δηλαδή να πιθανολογείται η έκβαση, αλλά θα πρέπει ο δράστης να αποδέχεται ψυχικά και να μην απωθεί από τη συνείδησή του μια τέτοια πιθανότητα.

Μια παλιά συζήτηση

Η συζήτηση στην Ελλάδα δεν είναι νέα. Με αφορμή την κατάρρευση κτιρίων στους σεισμούς της Αθήνας, το ναυάγιο του Σάμινα και το πολύνεκρο ατύχημα στα Τέμπη, η τότε ηγεσία της δικαιοσύνης πιέστηκε, όπως γίνεται και τώρα, να κάμψει τα κριτήρια του διαχωρισμού αμέλειας και δόλου, εισάγοντας τον «ενδεχόμενο δόλο» από την πίσω πόρτα της ποινικής αξιολόγησης παρόμοιων πράξεων που στοίχισαν τη ζωή σε δεκάδες ανθρώπους.

Συμμαθητές των 21 παιδιών που σκοτώθηκαν στο δυστύχημα των Τεμπών κρατούν πανό με τις φωτογραφίες των νεκρών έξω από το δικαστήριο του Βόλου, στη διάρκεια της δίκης, 29 Μαρτίου 2005. [© Ντίνος Μπουρλής/Eurokinissi]

Μέσα από τη συζήτηση αυτή, πανεπιστημιακοί, συνήγοροι και δικαστές συμφώνησαν ότι δεν μπορεί να υπάρξει δόλος, έστω και ενδεχόμενος, αν ο φερόμενος ως δράστης διακινδυνεύει στον ίδιο βαθμό που το κάνει και το θύμα. Αυτό θεωρητικά θα ίσχυε και για τους πυροσβέστες, και πιθανά για κάποιους –μάλλον λίγους– από τα πρόσωπα που καλούνται από αυτήν την εβδομάδα να απολογηθούν. Από την άλλη πλευρά, ο δόλος θα τεκμηριωνόταν πιο εύκολα αν κάποια στοιχεία καταγραφής επικοινωνιών έδειχναν την εγκατάλειψη της πληγείσας περιοχής στην Ανατολική Αττική, καθότι έπρεπε να βοηθηθεί «πάση θυσία» η Κινέτα, από τους αξιωματικούς που έπαιρναν τις αποφάσεις, επειδή προσδοκούσαν σε κάποια οφέλη από μια τέτοια συμπεριφορά, είτε υπηρεσιακά είτε μετά τη λήξη της θητείας τους από τη συγκεκριμένη εταιρεία που βοήθησαν (τη Μοtor Oil). Τέτοια στοιχεία δεν έχουν προκύψει.

Πάντως, όπως γράφει και ο καθηγητής Νομικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Άγγελος Κωνσταντινίδης, σε ένα από τα λίγα βιβλία των εκδόσεων Σάκκουλα για τον ενδεχόμενο δόλο (το Ενδεχόμενος δόλος, ενσυνείδητη αμέλεια, τρίτη μορφή υπαιτιότητας), «για τη διάγνωση του ψυχικού-βουλητικού στοιχείου (σ.σ.: στον ενδεχόμενο δόλο) που είναι ζήτημα απόδειξης, πρέπει να αξιολογείται κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή το σύνολο των εξωτερικών στοιχείων των αντικειμενικών ενδείξεων που ωθούν στην αποδοχή του δόλου η τον αποκλεισμό του. Με άλλα λόγια, αυτή η έμμεση απόδειξη μπορεί να οδηγήσει στην αποδοχή του αποτελέσματος. Όμως αν δημιουργούνται αμφιβολίες για την αποδοχή του αποτελέσματος, ο δικαστής είναι υποχρεωμένος με βάση την αρχή “εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου” να επιλέξει την επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο λύση της ενσυνείδητης αμέλειας».

ΠΗΓΗinside story
Τάσος Τέλλογλου
Ξεκίνησε τη δημοσιογραφία το 1986 από την εφημερίδα Πρώτη, ενώ από το 1989 γράφει στην Καθημερινή. Μετά από 7 χρόνια ως ανταποκριτής για ελληνικά μέσα ενημέρωσης στη Γερμανία, συνεργάστηκε με τον Αλέξη Παπαχελά και τον Παύλο Τσίμα στην εκπομπή Μαύρο Κουτί και από το 2004 ως το 2007 ήταν αρχισυντάκτης της εκπομπής Φάκελοι, στην οποία εργάστηκε μέχρι το 2013. Από το 2013 μέχρι το 2016 παρουσίαζε εκπομπή έρευνας στο Star Channel. Είναι συνεργάτης του inside story από την δημιουργία του και μέλος της Πρωτοβουλίας για τη Δημοσιογραφία.